- μεσοδάκτυλον
- μεσοδάκτυλον, τὸ (ΑM, Μ και μεσοδάχτυλον)το διάστημα μεταξύ δύο δακτύλων τού ποδιού ή τού χεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + δάκτυλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοδακτύλοις — μεσοδάκτυλον space between two fingers neut dat pl μεσοδάκτυλος middle phalanx masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοδάκτυλα — μεσοδάκτυλον space between two fingers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek